- αμλετισμός
- οη ιδιότητα τού αναποφάσιστου, αβουλία, αναβλητικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Άμλετ (Hamlet) + παραγ. κατάλ. -ισμόςο όρος προήλθε από το όνομα τού ήρωα Άμλετ (Hamlet) στο ομώνυμο δράμα τού Σαίξπηρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek